ΤΗ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΝΕΙΑΝ ΠΟΙΟΥΜΕΘΑ ΤΗΣ ΑΛΕΙΨΑΣΗΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΜΥΡΟ
ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΑΛΕΙΨΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕ ΑΡΩΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΖΕ ΜΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΚΑΙ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΕΔΕΙΞΕ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
ΕΠΙΣΗΣ ΑΚΟΥΜΕ ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΜΠΕΝΕΥΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΓΡΑΨΕ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΝΥΜΦΙΟΥ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΠΡΩΪ ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ
ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΑΛΕΙΨΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕ ΑΡΩΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΖΕ ΜΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΚΑΙ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΕΔΕΙΞΕ ΜΕΤΑΝΟΙΑ
ΕΠΙΣΗΣ ΑΚΟΥΜΕ ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΜΠΕΝΕΥΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΓΡΑΨΕ ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΣΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΝΥΜΦΙΟΥ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΠΡΩΪ ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
|
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
|
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
|
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
|
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
|
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
|
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
|
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
|
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
|
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
|
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
|
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
|
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
|
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
|
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
|
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
|
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
|
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
|
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
|
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
|
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
|
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
|
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
|
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
|
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
|
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
|
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
|
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
|
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
|
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
|
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
|